- παρακολουθῶν
- παρακολουθέωfollowpres part act masc nom sg (attic epic doric)παρακολουθέωfollowpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφυσώ — καταφυσῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού φυσώ) 1. εξακοντίζω κάποιο υγρό με φύσημα, καταβρέχω φυσώντας 2. εκτινάσσω, εξαπολύω υγρό («ὁ ἄρρην παρακολουθῶν καταφυσᾷ τὸν θολὸν [τῇ θηλείᾳ]», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… … Dictionary of Greek